- κοσμοτέχνης
- κοσμοτέχνης, ὁ θηλ. κοσμοτεχνῆτις, -ήτιδος (Α)1. ο δημιουργός τού κόσμου2. το θηλ. ως επίθ. αυτή που εφευρίσκει τέχνες για ωφέλεια τού κόσμου («σοφία κοσμοτεχνῆτις», Συνέσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο-τέχνης, χειρο-τέχνης].
Dictionary of Greek. 2013.